παλιμπαιδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλιμπαιδισμός < ελληνιστική κοινή παλίμπαις, παλιμπαιδ- (< (αρχαία ελληνική πάλιν) παλιμ- + παιδ- παῖς) + -ισμός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.lim.be.ðiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λι‐μπαι‐δι‐σμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παλιμπαιδισμός αρσενικό
- η επιστροφή στην παιδική ηλικία, η παιδιάστικη συμπεριφορά από έναν ενήλικο
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις πάλι και παιδί
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλιμπαιδισμός
Πηγές
[επεξεργασία]- παλιμπαιδισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παλιμπαιδισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Παραγωγή λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παλιμ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)