παλίμπαις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλίμπαις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παλίμπαις < αρχαία ελληνική (πάλιν) παλίμ- + -παις (παῖς)[1][2][3]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈlim.bes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λί‐μπαις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλίμπαις αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) ο ενηλικιωμένος που συμπεριφέρεται σαν νέο παιδί
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλίμπαις
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παλίμπαις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ παλίμπαις - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | παλίμπαις | οἱ/αἱ | παλίμπαιδες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | παλίμπαιδος | τῶν | παλιμπαίδων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | παλίμπαιδᾰ | τοῖς/ταῖς | παλίμπαισῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | παλίμπαιδα | τοὺς/τὰς | παλίμπαιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | παλίμπαι | παλίμπαιδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παλίμπαιδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παλιμπαίδοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἄπαις' όπως «ἄπαις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλίμπαις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παλίμ- + -παις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλίμπαις, -παιδος αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- παλίμπαις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παλίμ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -παις (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἄπαις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἄπαις' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἄπαις' κοινού γένους (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα παλίμ- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -παις (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)