παῖς
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ονομαστική | παῖς | παῖδε | παῖδες |
Γενική | παιδός | παιδοῖν | παίδων |
Δοτική | παιδί | παιδοῖν | παισί(ν) |
Αιτιατική | παῖδᾰ | παῖδε | παῖδᾰς |
Κλητική | παῖ | παῖδε | παῖδες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παῖς < πρωτοελληνική *pā́wits < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wids < *peh₂u- (συγγενές με το λατινικά puer και το σανσκριτικά पुत्र (putrá=γιος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παῖς αρσενικό ή θηλυκό
- το παιδί
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- παιδίον
- παίζω
- ἀντίπαις
- παιδαγωγός
- παιδεύω
- παιδοκτόνος
- παιδογονία
- παιδοποιός
- παιδοτροφός
- παιδότρωτος
- παιδοφιλία