puer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
puer (fr)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- puer < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂weros < *peh₂w-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
puer (la) αρσενικό
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | puer | puerī |
γενική | puerī | puerōrum |
δοτική | puerō | puerīs |
αιτιατική | puerum | puerōs |
κλητική | puer | puerī |
αφαιρετική | puerō | puerīs |