παιδαριώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδαριώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παιδαριώδης < παιδάρι(ον) + -ώδης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.ða.ɾiˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δα‐ρι‐ώ‐δης
Επίθετο[επεξεργασία]
παιδαριώδης, -ης, -ες
- (υποτιμητικά) για ενέργεια ή το αποτέλεσμα μιας εργασίας που δεν διαθέτει ωριμότητα ή τεχνική αρτιότητα, σαν να έγινε από κάποιο παιδί
- ↪ παιδαριώδεις πράξεις, παιδαριώδης άποψη
- ↪ το σχέδιο του μηχανικού ήταν παιδαριώδες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παιδαριώδης < παιδάρι(ον) + -ώδης
Επίθετο[επεξεργασία]
παιδαριώδης, -ης, -ες, υπερθετικός : παιδαριωδέστατος
[επεξεργασία]
- παιδαριοδῶς (επίρρημα)
[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη παῖς
Πηγές[επεξεργασία]
- παιδαριώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παιδαριώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μανιώδης' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώδης (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)