infantile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
infantile infantiles

Επίθετο

[επεξεργασία]

infantile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. παιδικός
    La varicelle est une maladie infantile. Η ανεμοβλογιά είναι μια παιδική ασθένεια.
  2. παιδαριώδης
    Il a eu un comportement infantile. Φέρθηκε σαν παιδί (είχε παιδαριώδη συμπεριφορά).

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και




      ενικός         πληθυντικός  
infantile infantili

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
infantile < λατινική infans

Επίθετο

[επεξεργασία]

infantile (it)

  1. παιδαριώδης, συμπεριφέρεται σαν παιδί
  2. παιδικός σχετικά με την παιδική ηλικία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]