infantile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
infantile | infantiles |
Επίθετο[επεξεργασία]
infantile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- παιδικός
- La varicelle est une maladie infantile. Η ανεμοβλογιά είναι μια παιδική ασθένεια.
- παιδαριώδης
- Il a eu un comportement infantile. Φέρθηκε σαν παιδί (είχε παιδαριώδη συμπεριφορά).
[επεξεργασία]
και
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
infantile | infantili |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
infantile (it)
- παιδαριώδης, συμπεριφέρεται σαν παιδί
- παιδικός σχετικά με την παιδική ηλικία