infanterie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
infanterie | infanteries |
infanterie (fr) θηλυκό
- το πεζικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]και
ενικός | πληθυντικός |
infanterie | infanteries |
infanterie (fr) θηλυκό
και