φανάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φανάρι | τα | φανάρια |
γενική | του | φαναριού | των | φαναριών |
αιτιατική | το | φανάρι | τα | φανάρια |
κλητική | φανάρι | φανάρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φανάρι < μεσαιωνική ελληνική φανάριον υποκοριστικό < αρχαία ελληνική φανός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φανάρι ουδέτερο
- μικρός φανός ή φως
- Έχουν χαλάσει τα πίσω φανάρια του αυτοκινήτου μου
- τα φώτα, οι σηματοδότες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας
- Περιμένω να ανάψει το φανάρι
- παλιού τύπου, μικρό τετραγωνισμένο φωτιστικό που περιβάλλει τη λάμπα ή την όποια πηγή φωτισμού και έχει μεταλλικό σκελετό στον οποίο στερεώνονται τέσσερα κομμάτια γυαλιού και μία βάση
- ο φάρος στη ναυτική γλώσσα
- ※ Περάστε να κάμετε ένα σταυρό, ώσπου ν' ανάψω εγώ το φανάρι του κάβου. (Κωστής Μπαστιάς Καβο-Μαλιάς [διήγημα])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- Φανάρης
- φαναράκι
- φαναράς
- φαναράδικο
- φαναροποιία
- φαναροποιός
- φαναρτζής
- φαναρτζίδικο
- φανοποιία
- φανοποιός
- φανοποιείο
- φανερός
- φανερά
- φανερώνω
- φανερώνομαι
- φανερωμένος
- Φανερωμένη
- φανέρωση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κρατάει το φανάρι (για κάποιον που είναι στη συντροφιά ενός ζευγαριού το οποίο δεν του δίνει καμία σημασία, δεν συμμετέχει δηλαδή και απλά παρέχει το φωτισμό)
- Τα κόκκινα φανάρια ήταν ταινία του κινηματογράφου και η φράση σήμαινε τα πορνεία
- (είναι) φως φανάρι: είναι ολοφάνερο, το καταλαβαίνει ο καθένας
- για να βρεις άνθρωπο, πρέπει να τον ψάξεις με το φανάρι (είναι δυσεύρετος δηλαδή, παροιμία από την πρακτική του φιλόσοφου Διογένη του Κυνικού)
- το φανάρι του Διογένη (έτσι ονομάζεται το μνημείο του Λυσικράτη στην Πλάκα, που κάποιοι ονομάζουν μνημείο τιου Δημοσθένη από ένα λάθος του 'Ελγιν)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
φανάρι στη Βικιπαίδεια