τζιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιν ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τζιν
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τζιν < αγγλική jean < μέση αγγλική Gene (=Γένοβα) < παλαιά γαλλικά Janne (=Γένοβα) < μεσαιωνική λατινική Janua (=Γένοβα) (από τη φράση fustian from Genoa=κοτλέ (χοντρό βαμβακερό ύφασμα) της Γένοβας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τζιν ουδέτερο άκλιτο
- βαμβακερό ύφασμα με χαρακτηριστική διαγώνια ύφανση
- είδος υφάσματος (αρχικά ήταν σκληρό όμως τώρα εμφανίζει ποικιλία)
- ρούχο-ένδυμα από τζιν
- παντελόνι από τέτοιο ύφασμα, κυρίως το μπλουτζίν 👖
Επίθετο[επεξεργασία]
τζιν άκλιτο
- που είναι φτιαγμένο από αυτό το είδος βαμβακερού υφάσματος
- ένα τζιν πουκάμισο