τζιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Τζιν, Τζην, τζην

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική gin

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τζιν ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
τζιν < (άμεσο δάνειο) αγγλική jean
Ρούχα από τζιν.
Ένα τζιν κρεμασμένο ανάποδα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τζιν ουδέτερο άκλιτο

  1. βαμβακερό ύφασμα με χαρακτηριστική διαγώνια ύφανση
  2. παντελόνι από τέτοιο ύφασμα, κυρίως το λεγόμενο και μπλουτζίν
    ※  Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά που πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα με δερμάτινα ρούχα και τζιν, με διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, με πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες με τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους και φανάρια· υπήρχαν και καφενεία, ζαχαροπλαστεία με μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ και λουκούμια με ροδέλαιο. Όλα τα καλά του κόσμου.
    (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • τζην (μη απλοποιημένη)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

τζιν άκλιτο

  • ρούχο, ένδυμα φτιαγμένο από το παραπάνω βαμβακερό ύφασμα
    ήρθε στη γιορτή φορώντας τζιν πουκάμισο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]