gin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gin (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
gin | gins |
gin (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gin (it) αρσενικό
- το ποτό τζιν