Μετάβαση στο περιεχόμενο

gin

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ĝin

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gin (en)

  1. τζιν



      ενικός         πληθυντικός  
gin gins

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gin (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gin (it) αρσενικό

  1. το ποτό τζιν