τοπίο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τοπίο τα τοπία
      γενική του τοπίου των τοπίων
    αιτιατική το τοπίο τα τοπία
     κλητική τοπίο τοπία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πίνακας που απεικονίζει τοπίο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τοπίο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τοπίον < ελληνιστική κοινή τόπιον (αγροτεμάχιο) < αρχαία ελληνική τόπος
για τη ζωγραφική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paysage

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /toˈpi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐πί‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τοπίο ουδέτερο

  1. τόπος / έκταση που θεωρείται ως μια ενότητα από κάποιον παρατηρητή
  2. (ζωγραφική) πίνακας ζωγραφικής με θέμα μια τέτοια έκταση
     συνώνυμα: τοπιογραφία
  3. (μεταφορικά) η κατάσταση και οι ιδιαιτερότητες που παρατηρούνται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τόπος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]