τοπίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τοπίο | τα | τοπία |
γενική | του | τοπίου | των | τοπίων |
αιτιατική | το | τοπίο | τα | τοπία |
κλητική | τοπίο | τοπία | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Τοπίο(paysage) στα Περατάτα Κεφαλονιάς
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοπίο < μεσαιωνική ελληνική τοπίο < ελληνιστική κοινή τόπιον < τόπος (< ινδοευρωπαϊκή ρίζα *top- (κείμαι) ή *tekʷ-)
- για τη ζωγραφική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική paysage
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοπίο ουδέτερο
- τόπος / έκταση που θεωρείται ως μια ενότητα από κάποιον παρατηρητή
- (ζωγραφική) πίνακας ζωγραφικής με θέμα μια τέτοια έκταση
- (μεταφορικά) η κατάσταση και οι ιδιαιτερότητες που παρατηρούνται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο
[επεξεργασία]
- τοπιογραφία
- τοπιογράφος
- → δείτε τη λέξη τόπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζωγραφική (νέα ελληνικά)