καφές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καφές | οι | καφέδες |
γενική | του | καφέ | των | καφέδων |
αιτιατική | τον | καφέ | τους | καφέδες |
κλητική | καφέ | καφέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |



Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καφές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قهوه (kahve) (τουρκική kahve) < αραβική قَهْوَة (qahwah)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καφές αρσενικό
- οι σπόροι του καφεόδεντρου
- ↪ εκλεκτοί κόκκοι καφέ
- (συνεκδοχικά) το ίδιο το καφεόδεντρο
- ↪ εργάτες σε φυτεία καφέ
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα των ομώνυμων σπόρων που (μετά από ειδική επεξεργασία, κυρίως ψήσιμο και άλεσμα) είναι κατάλληλη για βράσιμο και πόση
- ↪ Μου αρέσει ο φρεσκοκομμένος καφές, διότι είναι πιο μυρωδάτος.
- (καφές) το ρόφημα που παρασκευάζεται από τους αλεσμένους σπόρους του καφέ. Ονομάζεται ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής ή τη χώρα προέλευσης των σπόρων
- ↪ καφές φίλτρου / γλυκύβραστος / σκέτος / εσπρέσσο
- ↪ ελληνικός καφές / γαλλικός / γερμανικός καφές
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα μιας δόσης καφέ, που συνήθως υπολογίζεται με μία κούπα ή με ένα φλιτζάνι του ροφήματος
- ↪ Έχω ανάγκη δύο καφέδες το πρωί για να ξυπνήσω.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- καφφές (παρωχημένη γραφή)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- καραβίσιος καφές: ακριβός καφές -σαν αυτόν που σερβίρεται στα καράβια, ή κακός προχειροφτιαγμένος καφές
- καφές της παρηγοριάς: ο καφές που σερβίρεται μετά από κηδεία ή μνημόσυνο // (ειρωνικά) λέγεται ως σχόλιο για τον καφέ που πίνει κάποιος μετά από κάτι δυσάρεστο
- λέω τον καφέ: κάνω προβλέψεις για το μέλλον κάποιου μελετώντας το κατακάθι του ελληνικού καφέ που έχει πιει
εκφράσεις για τον ελληνικό καφέ
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
καφές στη Βικιπαίδεια
- ντελβές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καφές
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Καφέδες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)