καφενές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καφενές | οι | καφενέδες |
γενική | του | καφενέ | των | καφενέδων |
αιτιατική | τον | καφενέ | τους | καφενέδες |
κλητική | καφενέ | καφενέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καφενές < (άμεσο δάνειο) τουρκική kahvehane + -ς[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.feˈnes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐φε‐νές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καφενές αρσενικό
- (λαϊκότροπο) το καφενείο
- ※ Κι όταν ανάψουν οι λάμπες του πετρελαίου, οι άνθρωποι αραδιασμένοι στους καφενέδες πίνουν ρακί με χταπόδι. (Ασημάκης Πανσέληνος (1974). Τότε που ζούσαμε [αναμνήσεις])
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- καφετέρια (νεότερο)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καφές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καφενές
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καφενές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)