ρόφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρόφημα | τα | ροφήματα |
γενική | του | ροφήματος | των | ροφημάτων |
αιτιατική | το | ρόφημα | τα | ροφήματα |
κλητική | ρόφημα | ροφήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρόφημα < αρχαία ελληνική ῥόφημα < ῥοφῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρόφημα ουδέτερο
- ζεστό υγρό, π.χ. καφές, γάλα, σοκολάτα, αφέψημα κ.λπ., που σερβίρεται σε κούπα