βούτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βούτημα < βουτώ + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική mouillette)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βούτημα ουδέτερο
- (γαστρονομία) γλύκισμα ή άλλο παρασκεύασμα που τρώγεται μαζί με καφέ, τσάι, κ.ά. - συνήθως βουτώντας το μέσα στο φλιτζάνι (π.χ. κουλουράκι, κριτσίνι, κ.ά.)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βουτηματάκι
- → δείτε τη λέξη βουτώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βούτημα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)