μνημόσυνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μνημόσυνο τα μνημόσυνα
      γενική του μνημοσύνου
μνημόσυνου
των μνημοσύνων
    αιτιατική το μνημόσυνο τα μνημόσυνα
     κλητική μνημόσυνο μνημόσυνα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μνημόσυνο < ελληνιστική κοινή μνημόσυνον (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μνημόσυνον < μνημοσύνη < μνήμη < μνάομαι / μνῶμαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mni.ˈmo.si.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μνη‐μό‐συ‐νο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μνημόσυνο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) εκκλησιαστική ακολουθία ενθύμησης, μνήμης και ανάπαυσης της ψυχής ενός τεθνεώτος
  2. (κατ’ επέκταση) τιμητική εκδήλωση στη μνήμη ενός σπουδαίου προσώπου
  3. (θρησκεία) λειτουργική ευχή, που εκφωνεί ο λειτουργός κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, αναφέροντας το όνομα του επιχωρίου επισκόπου ή του επισκόπου στου οποίου τη δικαιοδοσία υπάγεται.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]