καφέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
καφέ άκλιτο
- που έχει το χρώμα του καφέ
- ≈ συνώνυμα: καφετής, καστανός, καστανωπός
- πού είναι τα καφέ παπούτσια μου;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καφέ ουδέτερο άκλιτο
- (χρώμα) το χρώμα του καφέ
- καφετέρια, κατάστημα που σερβίρει καφέ, αναψυκτικά κ.λπ, καφενείο αλλά όχι παραδοσιακό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καφές
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρώμα