brun
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brun (da)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
brun | bruns |
brun (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
brun | bruns |
brun (fr) αρσενικό