σπόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπόρος οι σπόροι
      γενική του σπόρου των σπόρων
    αιτιατική τον σπόρο τους σπόρους
     κλητική σπόρε σπόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπόρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σπόρος[1] < σπορ- + -ος, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος σπερ- που απαντά στο σπείρω < *σπερ-jω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *)(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω) [2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπόρος αρσενικό

  1. το σπέρμα του καρπού των φυτών που αναπαράγεται
  2. η σπορά
  3. το σπέρμα των αρσενικών
  4. (συνεκδοχικά) το παιδί, το τέκνο κάποιου
     συνώνυμα: απόγονος, γέννημα
  5. το μικροκαμωμένο άτομο
  6. (μεταφορικά) η αρχή, η αφετηρία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
σπορ- 

θέμα με σπορ-

→ και δείτε τη λέξη σπέρνω για θέμα σπερ-

Σύνθετα[επεξεργασία]

και

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπόρος οἱ σπόροι
      γενική τοῦ σπόρου τῶν σπόρων
      δοτική τῷ σπόρ τοῖς σπόροις
    αιτιατική τὸν σπόρον τοὺς σπόρους
     κλητική ! σπόρε σπόροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπόρω
γεν-δοτ τοῖν  σπόροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπόρος < σπορ- + -ος, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος σπερ- που απαντά στο σπείρω < *σπερ-jω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *)(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπόρος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

θέμα με σπορ-

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

→ και δείτε τη λέξη σπείρω για θέμα σπερ-

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]