σπόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπόρος οι σπόροι
      γενική του σπόρου των σπόρων
    αιτιατική τον σπόρο τους σπόρους
     κλητική σπόρε σπόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σπόρος < αρχαία ελληνική σπόρος < σπείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σπόρος αρσενικό

  1. το σπέρμα του καρπού των φυτών, από το οποίο αναπαράγεται
  2. η σπορά
  3. το σπέρμα των αρσενικών
  4. (συνεκδοχικά) το παιδί, το τέκνο κάποιου
  5. το μικροκαμωμένο άτομο
  6. (μεταφορικά) η αρχή, η αφετηρία

Υποκοριστικά[επεξεργασία]

  • σποράκι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]