σπόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπόρος | οι | σπόροι |
γενική | του | σπόρου | των | σπόρων |
αιτιατική | τον | σπόρο | τους | σπόρους |
κλητική | σπόρε | σπόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπόρος < αρχαία ελληνική σπόρος < σπείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pregh- (σπέρνω, τινάζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπόρος αρσενικό
- το σπέρμα του καρπού των φυτών, από το οποίο αναπαράγεται
- η σπορά
- το σπέρμα των αρσενικών
- (συνεκδοχικά) το παιδί, το τέκνο κάποιου
- το μικροκαμωμένο άτομο
- (μεταφορικά) η αρχή, η αφετηρία
[επεξεργασία]
- σποράκι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- σπερματίας
- σπέρνω
- σπορά
- σποραδικός
- σποράκι
- σπορείον
- σπόρι
- σπόρια
- σποριάζω
- σποριάς
- σπορικό
- σπόρισμα
- σπορίτης
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπόρος
|