σπορέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπορέας | οι | σπορείς |
γενική | του | σπορέα & σπορέως |
των | σπορέων |
αιτιατική | τον | σπορέα | τους | σπορείς |
κλητική | σπορέα | σπορείς | ||
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπορέας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπορεύς < σπείρω
- τεχνολογικός όρος < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική semoir [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπορέας αρσενικό
- (επάγγελμα) ο γεωργός που σπέρνει
- (τεχνολογία) ονομασία της σπαρτικής μηχανής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σπόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπορέας
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σπορέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αμφορέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)