σπέρνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπέρνω < μεσαιωνική ελληνική σπέρνω < αρχαία ελληνική σπείρω < πρωτοελληνική *spéřřō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper-[1] (σπέρνω, διασπείρω, σκορπίζω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈspεɾnɔ/
- συλλαβισμός : σπέρ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
σπέρνω (παθητική φωνή: σπέρνομαι)
- (κυριολεκτικά) σκορπίζω σπόρους πάνω ή μέσα στο έδαφος, προκειμένου να βλαστήσουν
- (μεταφορικά) σκορπίζω, διασπείρω, διαδίδω
- (μεταφορικά) (οικείο) (για άντρα) συμβάλλω στην σύλληψη και κύηση παιδιού
[επεξεργασία]
- Αγγειόσπερμα / αγγειόσπερμα
- αγγειόσπερμος
- απόσπερμα
- αποσπερμάτωση
- αποσπέρνω
- άσπαρτος
- ασπερματισμός
- ασπερμία
- άσπερμος
- γυμνόσπερμα
- γυμνόσπερμος
- διασπείρω / διασπέρνω
- διασπορά
- διασπορέας
- εγκατασπείρω
- εκσπερματίζω
- εκσπερμάτιση
- εκσπερμάτισμα
- εκσπερματισμός
- εκσπερματώνω
- εκσπερμάτωση
- ενδοσπέρμιο
- πανσπερμία
- ενσπείρω
- σπαρμένος
- σπαρτός
- σπέρμα
- σπερματαγωγός
- σπερματέγχυση
- σπερματικά
- σπερματικός
- σπερματογένεση / σπερμογένεση / σπερματογονία / σπερμογονία
- σπερματογονία / σπερμογονία
- σπερματογόνος / σπερμογόνος
- σπερματογραφία
- σπερματοδόχος / σπερμοδόχος
- σπερματοζωάριο
- σπερματοθήκη / σπερμοθήκη
- σπερματόκεντρο
- σπερματοκήλη
- σπερματοκτόνος
- σπερματοκυστεοτομία
- σπερματόρροια
- σπερματοτοξίνη / σπερμοτοξίνη
- σπερματούχος
- σπερματοφάγος
- σπερμοβλάστη
- σπερμοκύτταρο / σπερματοκύτταρο
- σπερμολογία
- σπερμολόγος
- σπερμολογώ
- σπορά
- σπορέας
- σπορά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
- ―Tι κάνεις, Γιάννη; ―Kουκιά σπέρνω.
- Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες
- Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill.