εγκατασπείρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκατασπείρω < ελληνιστική κοινή ἐγκατασπείρω < αρχαία ελληνική ἐν + κατά + σπείρω
Ρήμα[επεξεργασία]
εγκατασπείρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκατασπείρω
|