σπερματοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπερματοφάγος < σπέρματ(ος) + -ο- + -φάγος
Επίθετο[επεξεργασία]
σπερματοφάγος, -ος/-α, -ο
- που τρώει σπόρους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπερματοφάγος
|