σπερμολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σπερμολογώ < (ελληνιστική κοινήσπερμολογέω / σπερμολογῶ

σπερμολογώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]