σπερμολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σπερμολογώ < (ελληνιστική κοινή) σπερμολογέω / σπερμολογῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]σπερμολογώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις σπερμολόγος, σπέρνω και λέγω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπερμολογώ | σπερμολογούσα | θα σπερμολογώ | να σπερμολογώ | σπερμολογώντας | |
β' ενικ. | σπερμολογείς | σπερμολογούσες | θα σπερμολογείς | να σπερμολογείς | (σπερμολόγει) | |
γ' ενικ. | σπερμολογεί | σπερμολογούσε | θα σπερμολογεί | να σπερμολογεί | ||
α' πληθ. | σπερμολογούμε | σπερμολογούσαμε | θα σπερμολογούμε | να σπερμολογούμε | ||
β' πληθ. | σπερμολογείτε | σπερμολογούσατε | θα σπερμολογείτε | να σπερμολογείτε | σπερμολογείτε | |
γ' πληθ. | σπερμολογούν(ε) | σπερμολογούσαν(ε) | θα σπερμολογούν(ε) | να σπερμολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπερμολόγησα | θα σπερμολογήσω | να σπερμολογήσω | σπερμολογήσει | ||
β' ενικ. | σπερμολόγησες | θα σπερμολογήσεις | να σπερμολογήσεις | σπερμολόγησε | ||
γ' ενικ. | σπερμολόγησε | θα σπερμολογήσει | να σπερμολογήσει | |||
α' πληθ. | σπερμολογήσαμε | θα σπερμολογήσουμε | να σπερμολογήσουμε | |||
β' πληθ. | σπερμολογήσατε | θα σπερμολογήσετε | να σπερμολογήσετε | σπερμολογήστε | ||
γ' πληθ. | σπερμολόγησαν σπερμολογήσαν(ε) |
θα σπερμολογήσουν(ε) | να σπερμολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπερμολογήσει | είχα σπερμολογήσει | θα έχω σπερμολογήσει | να έχω σπερμολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπερμολογήσει | είχες σπερμολογήσει | θα έχεις σπερμολογήσει | να έχεις σπερμολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπερμολογήσει | είχε σπερμολογήσει | θα έχει σπερμολογήσει | να έχει σπερμολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπερμολογήσει | είχαμε σπερμολογήσει | θα έχουμε σπερμολογήσει | να έχουμε σπερμολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπερμολογήσει | είχατε σπερμολογήσει | θα έχετε σπερμολογήσει | να έχετε σπερμολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπερμολογήσει | είχαν σπερμολογήσει | θα έχουν σπερμολογήσει | να έχουν σπερμολογήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σπερμολογώ