φήμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φήμη | οι | φήμες |
γενική | της | φήμης | των | φημών |
αιτιατική | τη | φήμη | τις | φήμες |
κλητική | φήμη | φήμες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φήμη < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική φήμη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfi.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φή‐μη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φήμη θηλυκό
- διάδοση, λόγια που διαδίδονται από στόμα σε στόμα χωρίς να είναι διασταυρωμένα
- ↪ ακούγονται φήμες για ανασχηματισμό της κυβέρνησης
- η εντύπωση που επικρατεί στους άλλους ανθρώπους για το χαρακτήρα και την ποιότητα κάποιου, το καλό ή κακό "όνομα" που έχει αποκτήσει κάποιος
- η διασημότητα, το να είναι κανείς φημισμένος, διάσημος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάδοση
η εντύπωση που υπάρχει για κάποιον
το να είναι κανείς διάσημος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | φήμη | φήμα | φῆμαι |
Γενική | φήμης | φήμαιν | φημῶν |
Δοτική | φήμῃ | φήμαιν | φήμαις |
Αιτιατική | φήμην | φήμα | φήμας |
Κλητική | φήμη | φήμα | φῆμαι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φήμη θηλυκό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «φήμη» - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- «φήμη» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «φήμη» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)