φημισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φημισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του φημίζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
φημισμένος, -η, -ο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- κοσμοξάκουστος
- ξακουσμένος
- ξακουστός
- περιβόητος
- πολυθρύλητος
- περίφημος
- (οικείο) θρυλικός
- (οικείο) ντίβα
- (οικείο) φίρμα
- (οικείο) φυσιογνωμία