θρυλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θρυλικός | η | θρυλική | το | θρυλικό |
γενική | του | θρυλικού | της | θρυλικής | του | θρυλικού |
αιτιατική | τον | θρυλικό | τη | θρυλική | το | θρυλικό |
κλητική | θρυλικέ | θρυλική | θρυλικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θρυλικοί | οι | θρυλικές | τα | θρυλικά |
γενική | των | θρυλικών | των | θρυλικών | των | θρυλικών |
αιτιατική | τους | θρυλικούς | τις | θρυλικές | τα | θρυλικά |
κλητική | θρυλικοί | θρυλικές | θρυλικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θρυλικός < θρύλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /θɾi.liˈkos/ αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]θρυλικός -ή -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θρυλικός
|