φημί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φημί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (λέγω) (το θέμα φη- και κατά μετάπτωση φα-)

φημί

Συνώνυμα

[επεξεργασία]


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]


Αρχικοί Χρόνοι
Ενεστώτας φημί
Παρατατικός ἒφασκον και ἔφην
Μέλλοντας φήσω
Αόριστος ἔφησα και Αόριστος β ἔφην
Παρακείμενος εἴρηκα
Υπερσυντέλικος εἰρήκειν


Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

νέας ελληνικής