Μετάβαση στο περιεχόμενο

υποστηρίζω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποστηρίζω < ελληνιστική κοινή ὑποστηρίζω < αρχαία ελληνική ὑπό + στηρίζω[1]
με τη μεταφορική σημασία: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική soutenir ή appuyer και (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική support[2]

υποστηρίζω

  1. υποστυλώνω
  2. (μεταφορικά) παραθέτω επιχειρήματα ή στοιχεία τα οποία μπορούν να αποδείξουν κάτι που ισχυρίζομαι
  3. (μεταφορικά) βοηθάω, ενισχύω οικονομικά κάποιον
  4. (σε διδακτορική διατριβή) κάνω πλήρη παρουσίαση του θέματός μου στην υπεύθυνη επιτροπή αναλύοντας το τι έκανα και γιατί το έκανα
  5. (αθλητισμός) προτιμώ κάποιον αθλητή ή αθλητικό σωματείο σε αγώνες

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. υποστηρίζω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. υποστηρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας