υποστηρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποστηρίζω < ελληνιστική κοινή ὑποστηρίζω < αρχαία ελληνική ὑπό + στηρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

υποστηρίζω

  1. υποστυλώνω
  2. παραθέτω επιχειρήματα ή στοιχεία τα οποία μπορούν να αποδείξουν κάτι που ισχυρίζομαι
  3. βοηθάω, ενισχύω οικονομικά κάποιον
  4. (σε διδακτορική διατριβή) κάνω πλήρη παρουσίαση του θέματός μου στην υπεύθυνη επιτροπή αναλύοντας το τι έκανα και γιατί το έκανα
  5. (αθλητισμός) προτιμώ κάποιον αθλητή ή αθλητικό σωματείο σε αγώνες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]