ανυποστήρικτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανυποστήρικτος < αν- + υποστηρίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανυποστήρικτος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δεν υποστηρίζεται ή δεν μπορεί να υποστηριχθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υποστηρίζω και στηρίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανυποστήρικτος