στηρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στηρίζω < αρχαία ελληνική στηρίζω < στερεός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ter- (στερεός, σκληρός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stiˈɾi.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

στηρίζω (παθητική φωνή: στηρίζομαι)

  1. με διάφορα μέσα και τρόπους στερεώνω κάτι και το κρατώ όρθιο (και ακίνητο)
  2. (μεταφορικά) υποστηρίζω, παρέχω ενίσχυση, βοήθεια, θάρρος κ.λπ.
  3. (μεταφορικά) βασίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

(στις διάφορες σημασίες)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]