supporter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
supporter (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- supporter (ρήμα) < λατινική supportare
- supporter (ουσιαστικό) < αγγλική
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
supporter (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
supporter | supporters |
supporter (fr) αρσενικό
[επεξεργασία]
και