supportable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- supportable < supporter
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
supportable | supportables |
supportable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη supporter