Μετάβαση στο περιεχόμενο

supportable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
supportable < supporter

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
supportable supportables

supportable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]