supportable
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- supportable < supporter
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
supportable | supportables |
supportable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη supporter