ακίνητο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακίνητο, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακίνητος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακίνητο ουδέτερο
- (νομικός όρος) (κατά τον Αστικό Κώδικα) το έδαφος και τα συστατικά του μέρη, δηλαδή τα οικοδομήματα, ό,τι αποφέρουν αυτά, καθώς και ό,τι υπάρχει στο υπέδαφος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ακίνητος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακίνητο