αντιστηρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιστηρίζω < αρχαία ελληνική ἀντιστηρίζω < ἀντί + στηρίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αντιστηρίζω (παθητική φωνή: αντιστηρίζομαι)
- (αρχιτεκτονική) τοποθετώ αντιστηρίγματα και μ’ αυτόν τον τρόπο στηρίζω μια κατασκευή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιστήριγμα
- αντιστήριξη
- → δείτε τις λέξεις αντί και στηρίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντιστηρίζω | αντιστήριζα | θα αντιστηρίζω | να αντιστηρίζω | αντιστηρίζοντας | |
β' ενικ. | αντιστηρίζεις | αντιστήριζες | θα αντιστηρίζεις | να αντιστηρίζεις | αντιστήριζε | |
γ' ενικ. | αντιστηρίζει | αντιστήριζε | θα αντιστηρίζει | να αντιστηρίζει | ||
α' πληθ. | αντιστηρίζουμε | αντιστηρίζαμε | θα αντιστηρίζουμε | να αντιστηρίζουμε | ||
β' πληθ. | αντιστηρίζετε | αντιστηρίζατε | θα αντιστηρίζετε | να αντιστηρίζετε | αντιστηρίζετε | |
γ' πληθ. | αντιστηρίζουν(ε) | αντιστήριζαν αντιστηρίζαν(ε) |
θα αντιστηρίζουν(ε) | να αντιστηρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντιστήρισα | θα αντιστηρίσω | να αντιστηρίσω | αντιστηρίσει | ||
β' ενικ. | αντιστήρισες | θα αντιστηρίσεις | να αντιστηρίσεις | αντιστήρισε | ||
γ' ενικ. | αντιστήρισε | θα αντιστηρίσει | να αντιστηρίσει | |||
α' πληθ. | αντιστηρίσαμε | θα αντιστηρίσουμε | να αντιστηρίσουμε | |||
β' πληθ. | αντιστηρίσατε | θα αντιστηρίσετε | να αντιστηρίσετε | αντιστηρίστε | ||
γ' πληθ. | αντιστήρισαν αντιστηρίσαν(ε) |
θα αντιστηρίσουν(ε) | να αντιστηρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντιστηρίσει | είχα αντιστηρίσει | θα έχω αντιστηρίσει | να έχω αντιστηρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντιστηρίσει | είχες αντιστηρίσει | θα έχεις αντιστηρίσει | να έχεις αντιστηρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντιστηρίσει | είχε αντιστηρίσει | θα έχει αντιστηρίσει | να έχει αντιστηρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντιστηρίσει | είχαμε αντιστηρίσει | θα έχουμε αντιστηρίσει | να έχουμε αντιστηρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντιστηρίσει | είχατε αντιστηρίσει | θα έχετε αντιστηρίσει | να έχετε αντιστηρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντιστηρίσει | είχαν αντιστηρίσει | θα έχουν αντιστηρίσει | να έχουν αντιστηρίσει |
|