αστήρικτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστήρικτος < (ελληνιστική κοινή) ἀστήρικτος (2.σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική insoutenable)
Επίθετο[επεξεργασία]
αστήρικτος, -η, -ο
- που δεν στηρίζεται κάπου, που δεν έχει φυσικό έρεισμα, στήριγμα ή στήριξη
- που δεν στηρίζεται κάπου, που δεν έχει λογικό έρεισμα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστήρικτος
|