αβάσιμος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβάσιμος | η | αβάσιμη | το | αβάσιμο |
γενική | του | αβάσιμου | της | αβάσιμης | του | αβάσιμου |
αιτιατική | τον | αβάσιμο | την | αβάσιμη | το | αβάσιμο |
κλητική | αβάσιμε | αβάσιμη | αβάσιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβάσιμοι | οι | αβάσιμες | τα | αβάσιμα |
γενική | των | αβάσιμων | των | αβάσιμων | των | αβάσιμων |
αιτιατική | τους | αβάσιμους | τις | αβάσιμες | τα | αβάσιμα |
κλητική | αβάσιμοι | αβάσιμες | αβάσιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβάσιμος < α- + βάσιμος[1], μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική unbegründet[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈva.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βά‐σι‐μος
Επίθετο
[επεξεργασία]αβάσιμος, -η, -ο
- (λόγιο) που δε στηρίζεται σε εξακριβωμένα στοιχεία, που δεν έχει έρεισμα
- δεν σε πιστεύω, οι υποψίες σου είναι αβάσιμες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβάσιμος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβάσιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβάσιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)