αβάσιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβάσιμο τα αβάσιμα
      γενική του αβάσιμου των αβάσιμων
    αιτιατική το αβάσιμο τα αβάσιμα
     κλητική αβάσιμο αβάσιμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβάσιμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αβάσιμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβάσιμο ουδέτερο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αβάσιμοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αβάσιμο