αθεμελίωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αθεμελίωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀθεμελίωτος: ἀ- στερητικό + θεμελιόω, -ῶ + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αθεμελίωτος, -η, -ο και αθεμέλιωτος
- (για κτήρια) που δεν έχει θεμελιωθεί
- (μεταφορικά: για απόψεις, υποθέσεις κλπ) που δεν έχει λογικά θεμέλια
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθεμελίωτος
|