στερεώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στερεώνω < αρχαία ελληνική στερεόω / στερεῶ + -ώνω
Ρήμα[επεξεργασία]
στερεώνω (παθητική φωνή: στερεώνομαι)
[επεξεργασία]
- αποστερεώνω
- αστερέωτος
- στερέωμα
- στερεωμένος
- στερέωση
- στερεωτικός
- → δείτε τη λέξη στερεός
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στερεώνω | στερέωνα | θα στερεώνω | να στερεώνω | στερεώνοντας | |
β' ενικ. | στερεώνεις | στερέωνες | θα στερεώνεις | να στερεώνεις | στερέωνε | |
γ' ενικ. | στερεώνει | στερέωνε | θα στερεώνει | να στερεώνει | ||
α' πληθ. | στερεώνουμε | στερεώναμε | θα στερεώνουμε | να στερεώνουμε | ||
β' πληθ. | στερεώνετε | στερεώνατε | θα στερεώνετε | να στερεώνετε | στερεώνετε | |
γ' πληθ. | στερεώνουν(ε) | στερέωναν στερεώναν(ε) |
θα στερεώνουν(ε) | να στερεώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στερέωσα | θα στερεώσω | να στερεώσω | στερεώσει | ||
β' ενικ. | στερέωσες | θα στερεώσεις | να στερεώσεις | στερέωσε | ||
γ' ενικ. | στερέωσε | θα στερεώσει | να στερεώσει | |||
α' πληθ. | στερεώσαμε | θα στερεώσουμε | να στερεώσουμε | |||
β' πληθ. | στερεώσατε | θα στερεώσετε | να στερεώσετε | στερεώστε | ||
γ' πληθ. | στερέωσαν στερεώσαν(ε) |
θα στερεώσουν(ε) | να στερεώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στερεώσει | είχα στερεώσει | θα έχω στερεώσει | να έχω στερεώσει | ||
β' ενικ. | έχεις στερεώσει | είχες στερεώσει | θα έχεις στερεώσει | να έχεις στερεώσει | ||
γ' ενικ. | έχει στερεώσει | είχε στερεώσει | θα έχει στερεώσει | να έχει στερεώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στερεώσει | είχαμε στερεώσει | θα έχουμε στερεώσει | να έχουμε στερεώσει | ||
β' πληθ. | έχετε στερεώσει | είχατε στερεώσει | θα έχετε στερεώσει | να έχετε στερεώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στερεώσει | είχαν στερεώσει | θα έχουν στερεώσει | να έχουν στερεώσει |
|