στερεόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στερεώνω, στερεούμαι, στερεώνομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεόωῶ < στερεός + κατάληξη

Ρήμα[επεξεργασία]

στερεόω

  • αρχαία μορφή του νεοελληνικού ρήματος στερεώνω, κάνω κάτι στέρεο, το στεριώνω, το τοποθετώ σταθερά. Παθητικός τύπος, στερεούμαι

Συγγενικά[επεξεργασία]