στερέωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στερέωση | οι | στερεώσεις |
γενική | της | στερέωσης* | των | στερεώσεων |
αιτιατική | τη | στερέωση | τις | στερεώσεις |
κλητική | στερέωση | στερεώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στερεώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στερέωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στερέωση θηλυκό
- η ενέργεια του στερεώνω
- η διαδικασία εμβάπτισης φιλμ, σλάιντς ή φωτογραφικού χαρτιού, μετά την εμφάνιση, σε ειδικό υλικό το οποίο απομακρύνει ορισμένα στοιχεία από το εμφανισμένο υλικό (θετικό ή αρνητικό) ώστε να μην αποχρωματιστεί με την πάροδο του χρόνου
- (κατ’ επέκταση) το υλικό που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία της στερέωσης (2)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η ενέργεια του στερεώνω