fame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fame (en)
- φήμη, δόξα, το να είναι κανείς φημισμένος, διάσημος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fame (it)