δυσφημώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δυσφημῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσφημώ < αρχαία ελληνική δυσφημέω, -ῶ < δυσ- + φήμη

Ρήμα[επεξεργασία]

δυσφημώ και δυσφημίζω

  • ισχυρίζομαι ή διαδίδω κάτι που βλάπτει την εικόνα, τη φήμη, την τιμή, την υπόληψη ή τα οικονομικά συμφέροντα κάποιου
προσπαθούν να με δυσφημήσουν στον προϊστάμενό μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]