σποριάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σποριάρης | η | σποριάρα | το | σποριάρικο |
γενική | του | σποριάρη | της | σποριάρας | του | σποριάρικου |
αιτιατική | τον | σποριάρη | τη | σποριάρα | το | σποριάρικο |
κλητική | σποριάρη | σποριάρα | σποριάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σποριάρηδες | οι | σποριάρες | τα | σποριάρικα |
γενική | των | σποριάρηδων | — | των | σποριάρικων | |
αιτιατική | τους | σποριάρηδες | τις | σποριάρες | τα | σποριάρικα |
κλητική | σποριάρηδες | σποριάρες | σποριάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]σποριάρης
- (για καρπούς) που έχει αποκτήσεις πολλούς σπόρους, με αποτέλεσμα να μην είναι κατάλληλος για φάγωμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σποριάρης
|