Μετάβαση στο περιεχόμενο

semence

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
semence semences

semence (fr) θηλυκό

  1. ο σπόρος
  2. το σπέρμα