semen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- semen < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *séh₁mn̥ (σπόρος) < *seh₁- (σπέρνω) + *-mn̥
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
semen (la) ουδέτερο
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | semen | semină |
γενική | seminis | seminum |
δοτική | seminī | seminĭbus |
αιτιατική | semen | semină |
κλητική | semen | semină |
αφαιρετική | semine | seminĭbus |