seminarium
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- seminarium < semen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *séh₁mn̥ (σπόρος) < *seh₁- (σπέρνω) + *-mn̥
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]seminarium ουδέτερο
seminarium ουδέτερο