semilla
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
semilla (es) θηλυκό
- σπόρος
- (μεταφορικά) η αρχή
- la semilla del mal, ο σπόρος του κακού
semilla (es) θηλυκό