καραβίσιος καφές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καραβίσιος καφές → δείτε τις λέξεις καραβίσιος και καφές
Έκφραση
[επεξεργασία]καραβίσιος καφές αρσενικό
- ο ελληνικός καφές (τούρκικος καφές) που σερβιριζόταν στα πλοία, με την έννοια του παρασκευασμένου χωρίς φροντίδα, πολύ βρασμένου και χωρίς καϊμάκι· (κατ’ επέκταση) καφές (ρόφημα) χαμηλής ποιότητας
- οποιοσδήποτε καφές που σερβίρεται με «τσουχτερή» τιμή, αντίστοιχα μ' εκείνους που σερβίρονται στα πλοία της γραμμής (αεροδρόμια και τουριστικούς χώρους)
- ↪ τον πληρώσαμε καραβίσιο τον καφέ εκεί που κάτσαμε χτες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Όταν το πλοίο κλυδωνιζόταν, ο μάγειρας ήταν αναγκασμένος με το ένα χέρι να κρατιέται από κάποιο στήριγμα και με το άλλο να κρατά το μπρίκι του καφέ στο μάτι της κουζίνας. Αυτό είχε ως συνέπεια να πηγαινοέρχεται το μπρίκι πάνω από τη φωτιά με αποτέλεσμα ο καφές να βράζει και να ξαναβράζει.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)